προκαλουμένου

προκαλουμένου
προκαλέω
call forth
pres part mp masc/neut gen sg (attic epic doric)
προκαλέω
call forth
fut part mid masc/neut gen sg (attic epic doric)
προκαλέω
call forth
pres part mp masc/neut gen sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πυρετοθεραπεία — η, Ν ιατρ. θεραπευτική μέθοδος με τη βοήθεια τεχνητά προκαλούμενου πυρετού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pyretotherapy (< πυρετός + θεραπεία)] …   Dictionary of Greek

  • σεισμικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε σεισμό ή αυτός που προέρχεται από σεισμό (α. «σεισμικό σύστημα» β. «σεισμική δόνηση» γ. «σεισμικό φαινόμενο») 2. φρ. α) «σεισμικά κύματα» γεωλ. καθεμιά από τις ταλαντώσεις που δημιουργούνται από έναν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”